- βομβαρδιστής
- οστρατιώτης που ρίχνει βόμβες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βομβαρδιστής — ο αυτός που κινητοποιεί τον μηχανισμό βομβαρδισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβαρδίζω. Η λ. στον πληθ., βομβαρδισταί, οι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek